ὑποξενίζειν

ὑποξενίζειν
ὑποξενίζω
talk in a curious way of
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποξενίζω — Α 1. μιλώ με κάπως αλλόκοτο τρόπο, μεταχειρίζομαι ξενικές λέξεις ή φράσεις στον λόγο μου 2. (αμτβ.) είμαι κάπως παράξενος («κἂν ὑποξενίζειν δοκῇ ὁ λόγος», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξενίζω «μιλώ με ξενική προφορά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”